- ιχνογραφία
- [ихнографиа] ουσ. Θ. черчение
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
ιχνογραφία — ἡ (Α ἰχνογραφία) [ιχνογράφος] παράσταση ενός θέματος με γραμμές και χωρίς χρώματα, σχεδίασμα, ιχνογράφημα νεοελλ. 1. το σχετικό μάθημα που διδάσκεται στα σχολεία 2. το μαθητικό τετράδιο ή βιβλίο που περιέχει ασκήσεις ή υποδείγματα ιχνογράφησης … Dictionary of Greek
ιχνογραφία — η 1. σχεδίαση με μολύβι, χωρίς χρώματα. 2. τετράδιο μαθητικό που περιέχει ιχνογραφήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
ιχνογραφικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην ιχνογραφία ή στον ιχνογράφο 2. το θηλ. ως ουσ. η ιχνογραφική (ενν. τέχνη) η τέχνη τής ιχνογραφίας. επίρρ... ιχνογραφικώς και ά με ιχνογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχνογραφία ή ἰχνογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1803… … Dictionary of Greek
σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek
σχολειό — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek
icnografía — ► sustantivo femenino ARQUITECTURA Delineación de la planta de un edificio. * * * icnografía (del lat. «ichnographĭa», del gr. «ichnographía») f. Arq. *Dibujo de la planta de un edificio. ≃ Ignografía. * * * icnografía. (Del lat. ichnographĭa, y… … Enciclopedia Universal
ιχνογράφος — ὁ αυτός που ασχολείται με την ιχνογραφία, αυτός που ιχνογραφεί, σχεδιαστής, σκιτσογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴχνος + γράφος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Βασίλειο Λάκωνα] … Dictionary of Greek
ιχνογραφείο — το αίθουσα που προορίζεται για την ιχνογραφία, για τη χάραξη ιχνογραφικών σχεδιασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. la salle des gabarits. Η λ.,στον λόγιο τ. ἰχνογραφεῑον, μαρτυρείται από το 1850 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] … Dictionary of Greek
λευκογραφία — η (Α λευκογραφία) [λευκογραφώ] η ζωγραφική με λευκό χρώμα, ιχνογραφία με λευκά περιγράμματα τών μορφών σε σκούρο φόντο … Dictionary of Greek
νηπιαγωγείο — Ειδικό εκπαιδευτήριο, στο oποίο ασκείται η αγωγή των νηπίων. Η φοίτηση στο ν. αρχίζει συνήθως από το τρίτο έτος της ηλικίας και τελειώνει όταν το παιδί φτάσει στην καθορισμένη για το δημοτικό σχολείο ηλικία. Το ν. αποτελεί σημαντικό σταθμό της… … Dictionary of Greek